κυλιστικός

κυλιστικός
κυλιστικός
practised in rolling
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυλιστικός — κυλιστικός, ή, όν (Α) [κυλίνδω] 1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”